
Οι Άβαντες ήταν ένας προϊστορικός λαός, οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Εύβοιας. Οφείλουν το όνομά τους στο γενάρχη και βασιλιά τους, Άβαντα, ο οποίος ήταν γιος του Λύγκα, εγγονός του Αίγυπτου και της Αργυφίας. Ήταν ο μόνος που διασώθηκε από τα αδέρφια του, χάρη στην αγάπη της συζύγου του Υπερμνήστρας, η οποία ήταν η μόνη που δεν δολοφόνησε τον σύζυγό της, όπως οι υπόλοιπες αδερφές της και κόρες του Δαναού. Ο Άβαντας ήταν πατέρας των Προίτου και Ακρισίου και προπάππους του ήρωα Περσέα.
Ετυμολογικώς, άβας σημαίνει "εκείνος που δεν φεύγει", δηλαδή εκείνος που δεν υποχωρεί, ο ατρόμητος. Ορισμένοι γλωσσολόγοι σχετίζουν την ελληνική λέξη με την σανσκριτική "αβάντι", που σημαίνει "αυτοί που υπερασπίζουν, που επιμένουν".
Ήταν καταγόμενοι από την Φωκίδα της Θράκης, και αφού διασκορπίστηκαν στη Πελοπόννησο και στη Φωκίδα, μεταφέρθηκαν στην στις εκβολές του ποταμού Αισωπού, στο σημερινό Δήλεσι. Σύντομα επεκτάθηκαν στην Εύβοια και κατοικούσαν κυρίως γύρω από την Χαλκίδα και την Ερέτρια. Οι Άβαντες ενισχύθηκαν από Ίψνες της Αττικής, πλήθυναν πολύ και άσκησαν την επιρροή τους σε όλο το νησί. Κατά συνέπεια την εποχή του Ομήρου, το νησί ονομαζόταν Αβαντιάς ή Αβαντίδα και όλοι οι κάτοικοι Άβαντες
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο οι Αβαντες ήταν φιλοπόλεμος λαός και τους άρεσε η μάχη συγκροτημένων σε φάλαγγα με τα δόρατα. Ήταν ιδιαίτερα γνωστοί στον αρχαίο κόσμο λόγω της πολεμικής τους ικανότητας, καθώς και επειδή ξύριζαν το μπροστινό μέρος του κεφαλιού και άφηναν αλογοουρά στο πίσω μέρος. Έτσι, στη μάχη, οι αντίπαλοί τους δεν μπορούσαν να τους πιάσουν τα μαλλιά.
Σύμφωνα με μια νεώτερη επιστημονική έρευνα, οι Αβαντες ήταν ένα πανάρχαιο ελληνόφωνο φύλο, από τα πρώτα που εμφανίστηκαν στον ελλαδικό χώρο. Για αυτό τον λόγο, μαζί με τους Δαναούς χαρακτηρίζονται ως Πρωτοέλληνες. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν χάρη στη προέλευση του ονόματος "Αβαντες". Ο καθηγητής κ.Μιχαήλ Σακελλαρίου στο βιβλίο του "Ιστορία Ελληνικού Έθνους" αναφέρει τα εξής:
«Το όνομα των Αβάντων είναι ινδοευρωπαϊκό τόσο στη μορφή (με επίθημα ντ -) όσο και στο θέμα. Με το όνομα Άβας, μας είναι γνωστοί δύο ποταμοί, ο ένας νότια από τον Καύκασο, ο άλλος στην Ιταλία. Άρα σ' αυτό το όνομα περιέχεται το ινδοευρωπαϊκό θέμα ab- «νερό, ποτάμι». Από την άλλη πλευρά, τα τοπωνύμια Αρέθουσα και Κάναθος, στην Εύβοια και σε άλλα μέρη της Ελλάδος όπου κατοίκησαν Άβαντες, παρουσιάζουν θ στη θέση του ινδοευρωπαϊκού dh, σύμφωνα με ελληνικό φωνητικό νόμο, ενώ η θρακική και άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες έχουν στην ίδια θέση δ. Άρα η «Ιλιάς» μας δίνει μια πραγματική και αληθινή μαρτυρία για την εθνική θέση των Αβάντων και επομένως ο Αριστοτέλης (και ο Αρριανός σημ. ΔΕΕ), έσφαλαν που τους θεωρούσαν Θράκες, παρασυρμένοι, φαίνεται, από το γεγονός ότι η πόλη Άβα, όπως και άλλες θέσεις της Φωκίδος, κατοικήθηκαν πραγματικά από Θράκες που επέδραμαν στην Ελλάδα στο τέλος της Μυκηναϊκής Εποχής (γύρω στο 1200 π.Χ.)...».
Η δύναμη των Αβάντων άρχισε να φθίνει μετά την άλωση της Τροίας. Σύμφωνα με τον Παυσανία, μετά την άλωση της Τροίας, θέλησαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και επέβησαν σε οκτώ πλοία, αλλά απεπλανήθηκαν προς τα παράλια της Ηπείρου και εγκαταστάθηκαν στη Θεσπρωτία. Εκεί ίδρυσαν την πόλη Θρόνιον, η οποία καταλήφθηκε από την Απολλωνία με τη βοήθεια της Κορίνθου.
Οι σημερινοί Χαλκιδείς, μνημονεύοντας την καταγωγή τους, έχουν ονομάσει τον εμπορικότερο δρόμο της πόλης, οδός Αβάντων.