Ο ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ
Ιστορία της Εύβοιας


ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ

Νικόλαος Κριεζώτης

Ο Νικόλαος Κριεζώτης ήταν οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στο Αργυρό, ένα ορεινό χωριό της περιοχής των Στύρων, το 1785. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Χαραχλιάνης, ενώ ήταν το τρίτο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας. Η οικογένειά του μετακόμισε στα Κριεζά, όπου και δολοφονήθηκε ο πατέρας του από τον Μουσταφά Αγά, διοικητή της Καρύστου. Μετά την δολοφονία του πατέρα του, η επιμέλεια του Νικόλαου και των αδελφών του πέρασε στον παππού του, τον Νικόλαο Χαραχλιάνη.

Ο μικρός Νικόλαος δούλευε ως βοσκός μέχρι την εφηβεία του, οπότε και έφυγε με καϊκι, για να βρεθεί στην Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας, όπου γίνετε πρωτοπαλίκαρο του μπέη Καρασμάνογλου. Μετά την δολοφονία ενός ταχυδρόμου του Σουλτάνου, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Μέσα στη φυλακή γνωρίζεται με τον Μαυροβουνιώτη, με τον οποίο έγινε φίλος. Με την είδηση της έναρξης της επανάστασης, καταφέρνουν να αποδράσουν μαζί και φτάνουν στις ακτές της Εύβοιας, τον Μάιο του 1821.

Όταν ο Κριεζώτης έφτασε στην Εύβοια, η επανάσταση είχε ήδη αρχίσει. Έλαβε αμέσως μέρος στον Αγώνα, υπό τις εντολές του Αγγελή Γοβιού. Η πρώτη μάχη που έλαβε μέρος, ήταν στα Βρυσάκια έξω από τα Ψαχνά. Όταν ο Κριεζώτης εμφανίστηκε στο στρατόπεδο των Ελληνών πριν από τη μάχη στα Βρυσάκια, οι Έλληνες τον αντιμετώπισαν με δυσπιστία μιας και ερχόταν από την Ασία και φορούσε τουρκικά ρούχα. Τότε αυτός τους είπε ότι ήταν Χριστιανός από τα Κριεζά, όπου κατοικεί ο αδερφός του Κωνσταντίνος. Έτσι πήρε το όνομα Κριεζώτης. Στη μάχη που ακολούθησε, ο Κριεζώτης εντυπωσίασε τον Γοβιό με την γενναιότητα του. Χαρακτηριστική έμεινε η φράση που είπε στο πρωτοπαλίκαρό του, Κώτσο Δημητρίου: "Να πείς στο παλικάρι που φοράει τα τσοπάνικα να προσέχει και να μην εκτείθεται πολύ."

Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, και χάρη στη γεναιότητα και την ανδρεία του, κατάφερε να γίνει αρχηγός της Ανατολικής Εύβοιας, ενώ μετά τον θάνατο του Γοβιού έγινε επικεφαλής όλης της Εύβοιας. Στις 24 Φεβρουαρίου 1822 πολιορκείται στα Στύρα από τον Ομέρ Πασά. Ο Κριεζώτης, με 1500 ένοπλους, διασπά την πολιορκία και διαλύει τους Τούρκους. Τους καταδίωξε και αναμετρήθηκε εκ νέου μαζί τους τον Μάιο, στη περιοχή της Καρύστου, όπου τους νικάει κατά κράτος και τους αναγκάζει να κλειστούν στο κάστρο της Καρύστου. Όμως, ο Κριεζώτης αναγκάστηκε να υποχωρήσει επειδή κατέφτασαν ισχυρές ενισχύσεις των Τούρκων.



Η μάχη στα Στύρα

Η μάχη στα Στύρα



Το 1823 προσβάλεται από πανώλη και διαφεύγει στη Κέα. Μόλις αποθεραπεύτηκε, δεν ξαναγύρισε στην Εύβοια για να συνεχίσει τον αγώνα, αλλά κινήθηκε στη Ρούμελη. Εκεί κατέλαβε το τουρκικό στρατόπεδο στη Ρούσαλη, ενώ βοήθησε τον Καραϊσκάκη να καταλάβει τα Σάλωνα. Την χρονιά εκείνη, καταφτάνει στην Ελλάδα ο επίσκοπος Συρίας, απεσταλμένος του Εμίρη Μπεσίρ, ο οποίος ζητάει βοήθεια για να πολεμήσει τους Τούρκους. Ο Κριεζώτης, μαζί με άλλους, αποφασίζουν ότι η σωστή κίνηση είναι να πάνε στη Συρία ώστε να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό, ενώ ταυτόχρονα να ανοίξουν τα πολεμικά μέτωπα της Τουρκίας. Η κυβέρνηση δίσταζε να αποφασίσει, και έτσι ο Κριεζώτης κινήθηκε μυστικά. Συγκέντρωσε ένοπλους στη Κέα, και με δέκα καράβια ξεκίνησαν για τη Συρία. Δυστυχώς, όμως δεν βρήκε την συμπαράσταση που περίμενε από τον λαό και αναγκάστηκε να επιστρέψει.

Μόλις γύρισε στη Ελλάδα, αντιμετώπισε τις κατηγορίες ότι σκοπός του ήταν η λεηλασία και η λαφυραγωγία. Απτόητος, όμως, συνέχισε τον αγώνα του. Τον Απρίλη του 1826, πλάι στον Καραϊσκάκη συμμετέχει στη μάχη του Χαϊδαρίου, ενώ τον Οκτώβρη του ίδιου έτους, διασπάει τις τουρκικές άμυνες και οχυρώνεται στην Ακρόπολη. Εκεί παρέμεινε για εννέα μήνες, μέχρι την μάχη στο Φάληρο και τον θάνατο του Καραϊσκάκη. Ο θρύλος λέει ότι ο Κριεζώτης δεν ήθελε να εγκαταλείψει την Ακρόπολη, και οι σύντροφοί του τον έδεσαν για να τον απομακρύνουν.

Με την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους και τον ερχομό του Καποδίστρια, αποκτά τον τίτλο του Χιλίαρχου. Όταν ήρθε ο Όθωνας, ως βασιλιάς της Ελλάδας, διορίζεται Επιθεωρητής της Εύβοιας και του απονέμεται το παράσημο του Ταξιάρχη. Εγκαθίσταται στη Χαλκίδα και γίνεται άρχοντάς της. Η λαϊκή αναγνώριση ήταν τόσο μεγάλη που οι άνθρωποι πήγαιναν σε αυτόν για να λύσουν τις διαφορές τους. Στη περιοδεία που έκανε ο Όθωνας στην Εύβοια, διαπίστωσε ότι ο κόσμος αναγνώριζε και ζητωκραύγαζε περισσότερο τον Κριεζώτη από αυτόν, κάτι που τον ενόχλησε. Όταν ρώτησε τον Κριεζώτη για ποιο λόγο πιστεύει ότι αυτό συμβαίνει, ο Κριεζώτης του απάντησε ότι "αν έκαναν διαφορετικά θα ήταν για δέσιμο, εγώ τους προστάτευσα από τους πασάδες που ήθελαν να τους ξεκληρίσουν". Η απάντηση αυτή δεν άρεσε καθόλου στον Όθωνα, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση του Κριεζώτη από το παλάτι.

Ο Κριεζώτης είχε συμμετοχή και στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Την στιγμή που ο Καλλέργης έμπαινε στα ανάκτορα και ζητούσε από τον Όθωνα Σύνταγμα, ο Κριεζώτης καταλάμβανε το κάστρο της Χαλκίδας. Κατόπιν πήρε αμνηστεία και χωρίς κανένα επίσημο αξίωμα, συνεχίζει να διοικεί την Εύβοια, χωρίς οι κρατικές αρχές να επεμβαίνουν.

Στις εκλογές του 1847, ο Κριεζώτης πείραξε τα αποτελέσματα κατά του Κωλέττη. Ο Κωλέττης έκδωσε ένταλμα εναντίον του κατηγορώντας τον ότι σχεδιάζει κίνημα ανατροπής του Όθωνα. Ο Κριεζώτης κατέβηκε στην Αθήνα να ζητήσει εξηγήσεις από τον Κωλλέτη και συλλαμβάνεται. Οδηγήθηκε στις φυλακές Χαλκίδος, από όπου δραπέτευσε και κύρηξε πλέον ανοιχτό πολεμο. Στρατοπέδευσε με 600 ένοπλους έξω από τη Χαλκίδα, ενώ εναντίον του στάλθηκαν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Τα πλοία που είχαν παραταχθεί στον Ευβοϊκό άρχισαν να κανονιοβολούν στο στρατόπεδο του Κριεζώτη. Μία από τις οβίδες έπεσε στο χέρι του Κριεζώτη με αποτέλεσμα να κρεμιέται το χέρι από τον καρπό. Έβγαλε το γιαταγάνι του, και χωρίς δισταγμό, έκοψε το χέρι του. Για να σταματήσει την αιμοραγία, έριξε πάνω του κατράμι. Αν και γλύτωσε την ζωή του, το συμβάν αυτό τρομοκράτησε τους συντρόφους του, οι οποίοι διαλύθηκαν.

Μετά από την αποτυχημένη επανάσταση, ο Κριεζώτης αναγκάστηκε να καταφύγει στη Σμύρνη, όπου και οι Τούρκοι του έδωσαν πολιτικό άσυλο. Εκεί έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, χωρίς να ξαναγυρίσει στην πατρίδα. Πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου 1853 σε ηλικία 68 ετών. 10 χρόνια μετά τον θάνατό του και μετά την ανατροπή του Όθωνα, τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Χαλκίδα.